Μ πλοκαρισμένη, απομεσήμερο Παρασκευής, στο συνηθισμένο μποτιλιάρισμα της Τσιμισκή κινούμαι είκοσι μέτρα κάθε πέντε λεπτά. Κοιτάω μπροστά χωρίς να βλέπω, απορροφημένη από τις σκέψεις μου και κουρασμένη από τον φόρτο της μέρας που ξεκίνησε από το πρωί και δεν λέει να τελειώσει.
Ένα κτύπημα στο τζάμι, μ’ έκανε να γυρίσω το βλέμμα μου. Αντίκρυσα το πρόσωπο ενός κοριτσιού, γύρω στα δώδεκα, με αχυρένια κατσαρά μαλλιά. Μου γνέφει. Κατέβασα αργά το παράθυρο. Ένας μπόμπιρας, γύρω στα πέντε με έξι χρόνια, κρατούσε σφικτά το κορίτσι απ’ το πανωφόρι.
-Πάρτε κυρία, είπε το κορίτσι, με σπαστά ελληνικά, απλώνοντας το χέρι του. Κρατούσε ένα περίεργο πράγμα.
-Τι είναι αυτό; ρώτησα με απορία.
-Φυλακτό. Φυλακτό που θα σας προστατεύει όλο το δωδεκάμερο από τους καλικατζάρους, μου απάντησε.
Οι καλικάντζαροι... με μιας η σκέψη με γύρισε στο παρελθόν. Χρόνια είχα ν’ ακούσω γι αυτούς. Γι’ αυτά τα δαιμονικά με το ανθρώπινο σώμα και τα τραγίσια πόδια, που τάραζαν και τρομοκρατούσαν την παιδική μου ψυχή. Όταν, οι μεγάλοι λέγανε ιστορίες με δαύτους, εγώ φώλιαζα στην αγκαλιά της μάνας μου και κοίταζα την καπνοδόχο, μην έρθουνε και με πάρουνε.
Οι βαβουτσικάριοι, όπως τους έλεγε η γιαγιά μου η Ανούσκα απ’ τον Πόντο, που έρχονται από της γης τα έγκατα κι όλο το χρόνο πολεμάνε με τα τσεκούρια τους να κόψουν το δέντρο, το οποίο βαστάει τη γη. Κι όταν κοντεύουν να το κόψουν, γεννάται ο Χριστός και το δέντρο ξαναγίνεται.
Τότε, αυτοί, θυμωμένοι ορμούν πάνω στη γη για να βλάψουν τους ανθρώπους. Θυμάμαι την αγαλλίαση που νιώθαμε, όταν την παραμονή των Φώτων περιμέναμε τον παπά για να αγιάσει και τραγουδούσαμε: φύγετε, φύγετε/γιατί ήρθε ο παπάς/με την αγιαστούρα του/και με τη βρεχτούρα του.
-Φτάνουν; ρώτησα και πρότεινα την χούφτα μου με ό,τι χρήματα βρήκα πρόχειρα στην τσέπη μου. Το κορίτσι κοντοστάθηκε να τα μετρήσει.
-Είναι πολλά, ψέλλισε.
-Δεν πειράζει, είπα εγώ, κράτησέ τα.
-Όχι, όχι είναι πολλά, αποκρίθηκε περήφανα το κορίτσι κι έκανε να μου γυρίσει τα ρέστα.
Οι βιαστικοί οδηγοί, πίσω, μου κορνάρισαν λες και θα έχαναν τα είκοσι επόμενα μέτρα του χρόνου. του δυνάστη μας. Κινήθηκα. Αυτή ακολούθησε, έσκυψε στο μισάνοιχτο τζάμι κι άφησε ένα ακόμη φυλακτό. Για τους φίλους σας, να τους φυλάει κι αυτούς από τους καλικατζάρους, είπε και το χαμόγελο φώτισε τ όμορφο προσωπάκι της.
Έμεινα να την κοιτάζω, καθώς κινιότανε ανάμεσα σε ανθρώπους κι αυτοκίνητα, με τον μπόμπιρα, πάντα κολλημένο επάνω της. Σίμωνε τους ανθρώπους, έγνεφε και κτυπούσε τα τζάμια των οδηγών προφέροντας το φυλακτό της αθωότητας και της ανάγκης της. Οι πιο πολλοί αδιαφορούσαν, άλλοι γκρίνιαζαν που γίνονταν εμπόδιο στου χρόνου τους το διάβα κι άλλοι, δε γύριζαν ούτε να την κοιτάξουν, κλεισμένοι στη μοναξιά του φόβου τους.
Ώσπου την έχασα, στην οχλοβοή του πλήθους και στην αναγκαιότητα της κίνησης. Σήμερα, συλλογίστηκα καθώς έψαχνα μάταια να την ξανανταμώσω με την ματιά μου. σήμερα, το δέντρο του κόσμου δεν κινδυνεύει από τα τσεκούρια των καλικάντζαρων. Μεγαλώσαμε. Από της απάθειας και της αδιαφορίας μας το έλλειμμα κινδυνεύουμε.
Ο Διονύσης, στο ράδιο, με μπάσα φωνή και συνοδεία των αγγέλων ψέλνει, μουρμουρίζει, συμπάσχει και ομολογεί:
«...Και συ που ψάχνεις το κουκί και το ρεβίθι, στο τέλμα αυτό που βυθιζόμαστε/ ψάξε μαζί τους το δικό σου παραμύθι/γιατί χανόμαστε. Μεσ’ το δικό σου παραμύθι ξαναβρέστο/το ξεχασμένο μονοπάτι σου/ και ξαναχάστο, ξαναβρέστο, ξαναπέστο/το τραγουδάκι σου...»
Χριστός γεννάται σήμερον και μια ευχή. Ας διώξουμε τα κάγκελα του φόβου που κρατούν όμηρο την ανθρωπιά μας, ας ξαναβρούμε το ξεχασμένο μονοπάτι των αξιών μας, ας δούμε στον πλησίον μας τον εαυτό μας.
Έχε το νου σου στο παιδί... και μην ξεχνάς... αυτό που κρύβεις μέσα σου!
Άννα Τσουκαλά
Αρχιτέκτων - Εκδότης
tsoukala@ellinikospiti.com
C hristmas is coming and the city is in its festive mood. The mayor hung in the streets colorful lights and people, like bumblebees, move between cars parked on the sidewalks and the shops that have put on their windows their best merchandise, in anticipation of selling what they could not sell the previous months.
It is Friday, midday, I am in the usual traffic jam of Tsimiski street and the car moves twenty metres every five minutes. I look ahead without seeing, absorbed in my thoughts and tired of the burdens of the day that started in the morning and it is not over yet.
A tap on the window made me turn my eyes a tap on the glass made me look back.
I saw a girl’s face, around twelve, with straw colored curly hair. She beckoned to me.
Slowly I lowered the window. A toddler, around five or six years old, is tightly clutching the girl from her coat.
-»Please, lady» said the girl, in broken Greek, stretching her hand. She was holding something strange.
-What is this? I asked.
-It is an amulet. An amulet that protects you all the twelve days from the goblins, she replied.
The goblins ... my mind went to the past. I had not heard about them for years. These demonic ugly creatures that terrified my childhood.
When the adults were telling us stories about them, I hugged my mother and prayed “please do not come to take me.
My grandmother, Anouska, from the Black Sea, would tell me stories about them. How they would come from the depths of the earth and how all year round they would try to cut with their axes the tree that holds the earth. And when they are about to succeed, Christ is born and the tree is strong again. Then they would get angry and frustrated and they want to harm people.
I remember the relief that we would feel when on the eve of the Epiphany we waited for the priest to bless the water and we sung “go, go now/ the priest is here/ with his aspergill and his sprinkler”.
- Is it enough they? I asked and gave her a handful of coins I found in my pocket. The girl paused to count them.
-It is lot, she stammered.
-It does not matter, I said, keep it.
- No, not too much, the girl responded proudly
She tried to give me the change.
The impatient drivers behind me, honked as if they would lose the next twenty metres of their precious time. I moved on. She followed, leaning to the half-open window and gave me another amulet. For your friends, to protect them from the goblins, she said and a smile lit her beautiful face.
I stared at her as she moved between people and cars, with the toddler always clutching her coat. She beckoned to people and tapped the drivers’ windows offering the amulet of innocence and her need. Most were indifferent, others would grumble because she was a hindrance to their precious time and others did not even turn to look at her, locked up in the loneliness of their fears. Then I lost her, in the noisy crowd and because I had to drive on. Today, I thought, I was looking, trying in vain to see her again; today, the tree of the world is not in danger of being axed by the goblins.
We have grown up. But the danger lies in our indifference and apathy.
On the radio, a bass voice accompanied by an angelic chorus, sings about a lost fairy tale that we need to find again. Christ is born today and there is one wish. Let’s get rid of the chains of fear that keep hostage our humanity, let’s find our forgotten values and let’s find ourselves in our fellow human beings.