Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα το ταξίδι της επιστροφής μου στη Θεσσαλονίκη. Άφησα πίσω μου την κούραση, το άγχος, τις αμφιθυμίες. Αλλά και το πείσμα, την υπομονή και την επιμονή μου να ολοκληρώσω άλλο ένα τεύχος «Ελληνικό Σπίτι». Είναι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας. Γιατί πιστέψτε με είναι ένας άθλος για εμένα και τους συνεργάτες μου. Και αυτό με κάνει να αισθάνομαι πραγματικά υπερήφανη, κάθε φορά που καλούμαι να κλείσω την ύλη του παραδίδοντας το τελευταίο θέμα, το Editorial.
Μια τέτοια μέρα του Απρίλη λίγο σκοτεινή, λίγο ψυχρή, λίγο κυκλοθυμική με ένα γκρίζο ουρανό έτοιμο να βρέξει, βγήκα στην Εθνική οδό. Μου αρέσει αυτή η διαδρομή. Την κάνω χρόνια τώρα. Άλλες φορές μόνη. Άλλες με παρέα. Την έχω μάθει σχεδόν απ΄ έξω. Ξέρω τι θα συναντήσω σε κάθε στροφή. Ξέρω κάθε λακούβα τόσο καλά ώστε να μπορώ να την αποφύγω. Ξέρω τα τοπία της. Και για να πω την αλήθεια την απολαμβάνω περισσότερο όταν οδηγώ μόνη. Παρακολουθώ καλύτερα τις σκέψεις μου.Μάλιστα η απεραντοσύνη του ορίζοντα προς τη μεριά της θάλασσας, κάπου εκεί στη Χαλκίδα, με βοηθάει να τις βάλω σε μια σειρά. Να τις βάλω σε τάξη… Και μαζί να βρω απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν στοιχειώσει καιρό τώρα μέσα στο μυαλό μου. Θυμάμαι άλλες εποχές του παρελθόντος...
Η διάθεσή μου ήταν διαφορετική όταν έκανα αυτή τη διαδρομή. Ήταν τότε που υπήρχε ροή στα πράγματα. Υπήρχε ενθουσιασμός. Υπήρχε ένα όραμα κάπου εκεί στη δεκαετία του 70 να αλλάξουμε τον κόσμο. Υπήρχε διάθεση να δημιουργήσουμε, να προτείνουμε το καινούριο. Και σήμερα όλα αυτά έχουν ξαφνικά χαθεί. Ξεφούσκωσαν. Ναι, άλλαξαν αλλά προς το χειρότερο! Που πήγαν οι ελπίδες μας και γιατί; Ποιος μας τις πήρε; Τι συνέβη και αισθανόμαστε ότι είμαστε καταμεσίς του πελάγους; Τι δεν πήγε καλά; Που χάσαμε την μπάλα; Ποιος έφταιξε; Τι έφταιξε; Ποιος πρέπει να πληρώσει;
Προς το παρόν πάντως φαίνεται να την πληρώνουμε όλοι εμείς. Γιατί δεν είναι μόνο ότι αυτή η ρευστή κατάσταση προκαλεί οικονομική ανασφάλεια στον καθέναν από εμάς, είναι που έχει επηρεάσει και τη διάθεσή μας και τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους.
Οι βουνοκορφές του Ολύμπου στο βάθος είναι ακόμη χιονισμένες. Και πάντα όταν τις διακρίνω από μακριά ξέρω ότι σε λίγο θα φθάσω στον προορισμό μου. Αυτό μας λείπει… Η σιγουριά για κάτι. Να πιαστούμε από αυτό το κάτι. Να ακουμπήσουμε. Να βγούμε από αυτό το τέλμα. Γιατί υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν δίπλα μας, μέσα μας, γύρω μας. Αν τα αφουγκραστούμε, θα τα ανακαλύψουμε. Είμαστε ένας λαός με αξίες σκέφτομαι. Και οι αξίες αυτές ποτέ δεν κινδύνεψαν από την ελευθερία της έκφρασης. Αντιθέτως κινδύνεψαν από το ξεπούλημα και τη λαμογιά.
Η Θεσσαλονίκη άρχισε να διακρίνεται από μακριά. Αυτό που θα μας σώσει είναι να υψώσουμε το ανάστημά μας και να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Αυτό ήταν πάντα το καταφύγιό μας και μας έβγαζε ασπρο- πρόσωπους στα δύσκολα. Έτσι θα γίνει και τώρα. Ας πούμε «και μη χειρότερα» και ας δώσουμε τη μάχη μας για το καλύτερο από όποιο σημείο και αν βρίσκεται ο καθένας. Άλλωστε αν αξίζει κάτι σε αυτό τον τόπο είναι αυτοί οι λίγοι που ξέρουν να κρατούν γερά. Αυτοί που έχουν την ψυχή τους καθαρή και κρατούν στα χέρια τους την αξιοπρέπεια και την εντιμότητα. Αυτοί που μας υπενθυμίζουν προς τα πού είναι η αληθινή ζωή.
Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμη!
Kαι να μην ξεχνάτε αυτό που είπε ο Τάσος Λειβαδίτης
Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει...